- καλοξεχειμάζω
- καλοξεχείμασα, καλοξεχειμασμένος, περνώ το χειμώνα μου ευχάριστα: Καλοξεχείμασαν οι γονείς μου κοντά μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα μου ευχάριστα, διαχειμάζω καλά … Dictionary of Greek